- Σατανικοῦ
- Σατανικόςadversarymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σατανικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού σατανικού 2. (σχετικά με ανθρώπινη ενέργεια) πανουργία, δόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σατανικός. Η λ., στον λόγιο τ. σατανικότης, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek